-
1 υποθεσις
- εως ἥ1) основа, принцип(τῆς δημοκρατικῆς πολιτείας Arst.)
αἱ ἀρχαὴ καὴ αἱ ὑποθέσεις τῶν πράξεων Dem. — руководящие принципы деятельности2) предмет, тема, вопросτὸ περὴ τέν ἡμετέραν ὑπόθεσιν θεώρημα Polyb. — содержание нашей темы;
ἐπὴ τῆς ὑποθέσεως μένειν Aeschin. — оставаться в рамках темы3) предприятие, начинание(πολύτεχνοι ὑποθέσεις Plut.)
οἱ τῆς αὐτῆς ὑποθέσεως προεστῶτες Polyb. — остающиеся при том же намерении4) предположение, условие, гипотезаὑπόθεσιν ὑποτιθέναι Xen., Plat. — делать предположение;
ἐξ ὑποθέσεως, πρὸς ὑπόθεσιν или καθ΄ ὑπόθεσιν Sext., Arst. — в виде или на основании предположения, условно;ὑπόθεσιν λαβεῖν τι Arst. — принять что-л. как гипотезу5) предлог, повод6) предложение, совет(κατὰ τὰς ὑποθέσεις τὰς Ἀράτου Polyb.)
-
2 ελευθερια
ион. ἐλευθερίη ἥ1) свобода, свободное состояние(ὑπόθεσις τῆς δημοκρατικῆς πολιτείας ἐ., sc. ἐστίν Arst.)
2) независимость(τινός и ἀπό τινος Plat.)
3) вольность, разнузданность(ἀκολασία καὴ ἐ. Plat.)
См. также в других словарях:
υπόθεση — η / ὑπόθεσις, έσεως, ΝΜΑ [ὑποτίθημι] 1. αυτό που υποθέτει κανείς, που τό θεωρεί ως πραγματικό ή δεδομένο προκειμένου να καταλήξει σε ένα συμπέρασμα, εικασία (α. «δεν είμαι σίγουρος ότι θα έρθει, μια υπόθεση κάνω» β. «εἰ ὀρθὴ ἡ ὑπόθεσις ἦν»,… … Dictionary of Greek